ευαγγελιογραφούμαι

ευαγγελιογραφούμαι
εὐαγγελιογραφοῡμαι, -έομαι (Μ)
γράφομαι, περιέχομαι στο Ευαγγέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγέλιο + -γραφούμαι (< -γραφος < γράφω), πρβλ. πολιτο-γραφούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”